1.30.2009
1.20.2009
ΑBOUT WHAT DO YOU SCREAM FOR?
Εδώ και αρκετή ώρα προσπαθούσα να βρώ μία ιδέα για την επόμενη ανάρτηση στο blog μας. Παίρνω τηλέφωνα άλλους δασκάλους, κοιτάζω τις εργασίες των παιδιών αλλά ... τίποτα.
Είπα λοιπόν στον εαυτό μου «Βάλε λίγο μουσική, να χαλαρώσεις , ίσως έρθει η έμπνευση». Τυχαία διαλέγω στην Λιστα Αναπαραγωγής τον Tom Waits και το κομμάτι “Martha”. Εεε μετά ... ακολούθησε μια σειρά συλλογισμών...(όχι τίποτα σπουδαίο, παρόλαυτά ενθουσιάστηκα!!!)
Χμμ... Tom Waits... those were the days of roses, poetry and proses...Roses…αnd Martha all I had was you and all you had was me... Τι όμορφα...There was no tomorrows, we'd packed away our sorrows ... Ίσως να το έπαιρνα μαζί μου το cd αύριο ...
Ίσως να βρω έναν πιο χαρούμενο σκοπό γιατί αλλιώς θα αρχίσουν τα παράπονά...
Tom Waits…
”Down by law”…
WE ALL SCREAM FOR ICE CREAM!!! Αυτό είναι το βρήκα!!!
Είπα λοιπόν στον εαυτό μου «Βάλε λίγο μουσική, να χαλαρώσεις , ίσως έρθει η έμπνευση». Τυχαία διαλέγω στην Λιστα Αναπαραγωγής τον Tom Waits και το κομμάτι “Martha”. Εεε μετά ... ακολούθησε μια σειρά συλλογισμών...(όχι τίποτα σπουδαίο, παρόλαυτά ενθουσιάστηκα!!!)
Χμμ... Tom Waits... those were the days of roses, poetry and proses...Roses…αnd Martha all I had was you and all you had was me... Τι όμορφα...There was no tomorrows, we'd packed away our sorrows ... Ίσως να το έπαιρνα μαζί μου το cd αύριο ...
Ίσως να βρω έναν πιο χαρούμενο σκοπό γιατί αλλιώς θα αρχίσουν τα παράπονά...
Tom Waits…
”Down by law”…
WE ALL SCREAM FOR ICE CREAM!!! Αυτό είναι το βρήκα!!!
και το ερώτημα είναι: About what do u scream for?
Από αύριο ξεκινάμε να μαζεύουμε φωνές!!! Μαθητών, δασκάλων, μαμάδων, μπαμπάδων, φίλων, σκύλων, κουρασμένων, χαρούμενων, μικρών, μεγάλων, παράξενων, βαρετών και πολλών πολλών άλλων...
Άντε ... και καλή μας τύχη ...
1.17.2009
ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ, ΜΟΝΟ ΜΙΑ,...Η ΟΝΕΙΡΕΜΕΝΗ ΦΡΟΥΤΟΠΙΑ
Η Φρουτοπία είναι μια μακρινή χώρα που συνορεύει στα δυτικά με το Αβγατηγανιστάν, στα ανατολικά με το Πιπερού και στα βορειοδυτικά με τη Χώρα του Χασμουριτού.
Η ιστορία της Φρουτοπίας είναι γεμάτη με πράξεις αφάνταστου ηρωισμού και κατάπτυστης προδοσίας, με υπέροχες θυσίες και ασίγαστα μίση, τολμηρές προσδοκίες και αποτρόπαιες δολοπλοκίες.
Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΕΝΟΣ ΜΑΝΑΒΗ
Τα παλιά τα χρόνια, τα φρούτα και τα λαχανικά της Φρουτοπίας ήταν υπόδουλα στους μανάβηδες. Όλα, όμως, άλλαξαν ριζικά, με την ξαφνική και ανεξήγητη εξαφάνιση του Μανόλη του μανάβη. Οι υπόλοιποι μανάβηδες φοβήθηκαν ότι τους περιμένει η ίδια τύχη και εγκατέλειψαν τη χώρα. Μέσα στον πανικό τους ακολούθησαν και όλοι οι υπόλοιποι.
Τα φρούτα επωφελήθηκαν από την ευκαιρία, κήρυξαν την ανεξαρτησία τους, ψήφισαν τον Αιμίλιο το μήλο για αρχηγό τους, οργάνωσαν στρατό με επικεφαλής τον Φώντα το σκληρό καρύδι και ορκίστηκαν να μην αφήσουν ποτέ πια μανάβη να πατήσει στη Φρουτοπία.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΦΡΟΥΤΟΠΙΑΣ
Είναι μια πόλη μακρινή
Μια πολιτεία φανταστική
Όπου ζουν μόνο φρούτα και λαχανικά
Δίχως ανθρώπους, μόνο αυτά
Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία
Είναι μία, μόνο μία, δεν υπάρχει άλλη καμμία
Εκεί τα βλήτα δεν είναι κουτά
Και τα παντζάρια δεν είναι δειλά
Κάθε κρεμμύδι μοσχοβολά
Τα κολοκύθια είναι δυνατά
Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία
Είναι μία, μόνο μία, δεν υπάρχει άλλη καμμία
Ζουν απʼ το βράδυ ως το πρωί
Δίχως του μανάβη τη φωνή
Κι όσο τα χρόνια θα περνούν
Δεν πρόκειται ποτέ να μαραθούν
Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία
Είναι μία, μόνο μία, δεν υπάρχει άλλη καμμία
Για να δείς επεισόδια της σειράς Φρουτοπία μπρορείς απλά να κάνεις κλίκ εδώ
1.15.2009
ΕΙΡΗΝΗ (απόσπασμα) Γιάννης Ρίτσος
Ο πατέρας που γυρνάει τ' απόβραδο μ' ένα φαρδύ χαμόγελο στα μάτια peace
μ' ένα ζεμπίλι στα χέρια του γεμάτο φρούτα
κ' οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπό του frieden
είναι όπως οι σταγόνες του σταμνιού που παγώνει το νερό στο παράθυρο,
είναι η ειρήνη.
平和
Οταν οι ουλές απ' τις λαβωματιές κλείνουν στο πρόσωπο του κόσμου barış
και μες στους λάκκους πούσκαψαν οι οβίδες φυτεύουμε δέντρα
και στις καρδιές πούκαψε η πυρκαϊά δένει τα πρώτα της მშვიდობა
μπουμπούκια η ελπίδακ' οι νεκροί μπορούν να γείρουν στο πλευρό τους και
να κοιμηθούν δίχως παράπονο pace 和平 paz
ξέροντας πως δεν πήγε το αίμα τους του κάκου, paix
είναι η ειρήνη. mier
.......................................................................................................................................................................................
.......................................................................................................................................................................................
.......................................................................................................................................................................................
.......................................................................................................................................................................................
.......................................................................................................................................................................................
.......................................................................................................................................................................................
.......................................................................................................................................................................................
.......................................................................................................................................................................................
Απόσπασμα από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου "Ειρήνη" μεταφρασμένο στα Τουρκικά
ΑΝ ΟΛΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ
1.14.2009
ΖΗΤΕΙΤΑΙ ΕΛΠΙΣ
1.13.2009
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ
Η γέννηση του πασίγνωστου λαϊκού ήρωα, του αγαπημένου μας Καραγκιόζη, δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη και έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις πάνω στο θέμα αυτό.
Ο Καραγκιόζης είναι κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού Ελληνικού και Τουρκικού Θεάτρου Σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του. Στα Τούρκικα ονομάζεται Karagöz που σημαίνει μαυρομάτης.
Η ιστορία της δημιουργίας του βασίζεται σε προφορικές παραδόσεις από τις οποίες η πιο διαδεδομένη αναφέρεται στον γνωστό θρύλο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη που ζούσαν στην Προύσα.
Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράϊ του πασά της Προύσας.
Πήρε στο γιαπί εργάτες και αρχιμάστορα έβαλε τον Καραγκιόζη που ήταν μαραγκός, μα είχε μυαλό πρωτομάστορα. Ο πασάς είδε ότι το σαράϊ αργούσε να τελειώσει κι εφοβέρισε τον Χατζηαβάτη πως θα τον θανατώσει. Ο Χατζηαβάτης φοβήθηκε και φανέρωσε στον πασά ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε αστεία στους μαστόρους και γελούσαν. Ο πασάς φοβέρισε και τον Καραγκιόζη αλλά εκείνος εξακολούθησε να αστειεύεται.
Ετσι ο πασάς τον θανάτωσε.Ολοι αγανάχτησαν με τον άδικο σκοτωμό του Καραγκιόζη κι ο πασάς για να ημερέψει τον λαό έχτισε ένα ωραίο μνημείο στην Προύσα κι έθαψε εκεί τον Καραγκιόζη με μεγάλες τιμές. Η αδικία όμως αυτή κόστισε πολύ στον πασά κι αρρώστησε βαριά. Οι άλλοι αγάδες για να διασκεδάσουν τον πασά έφεραν τον Χατζηαβάτη στο σαράϊ να του λέει τα χωρατά του Καραγκιόζη.
Μια μέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε έναν χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί που το φώτισε κι έδωσε παράσταση Καραγκιόζη. Ο πασάς ευχαριστήθηκε τόσο που του έδωσε άδεια να παίζει παραστάσεις όπου θέλει. Λέγεται, λοιπόν, πως έτσι δημιουργήθηκε ο Καραγκιόζης.
Το τούρκικο θέατρο σκιών γίνεται γνωστό και στους Έλληνες, καθώς για αιώνες παιζόταν σε αυλές ηγεμόνων και στην περιοχή των Βαλκανίων που άνηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Άγγλος περιηγητής Hobhouse μνημονεύει παράσταση του Καραγκιόζη στα Γιάννενα το 1809, ενώ ακόμη υπάρχουν δημοσιεύματα και σε εφημερίδα της Αθήνας (1852). Ο Καραγκιόζης ριζώνει, λιοπόν, σταδιακά στο ελληνικό Θέατρο Σκιών και εξελληνίζεται. Χάνει το βωμολοχικό του χαρακτήρα, δημιουργεί νέους τύπους εμπνευσμένους από την ελληνική κοινωνία και παράδοση όπως ο Μπαρμπαγιώργος, ο Μορφωνιός, ο Σταύρακας κ.ά.
Χατζηαβάτης: Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός, κόλακας και γαλίφος, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις βρωμοδουλειές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον φίλο του ή να τον δασκαλεύει
Μορφονιός: Ονομάζεται Ζαχαρίας, είναι νάνος με πελώριο κεφάλι και μακριά μύτη γι'αυτό μιλάει και μ'αυτή. Είναι καλοαναθρεμμένος και πολύ λιγόψυχος, έτσι, όταν τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης λιποθυμάει.
Ο Καραγκιόζης είναι κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού Ελληνικού και Τουρκικού Θεάτρου Σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του. Στα Τούρκικα ονομάζεται Karagöz που σημαίνει μαυρομάτης.
Η ιστορία της δημιουργίας του βασίζεται σε προφορικές παραδόσεις από τις οποίες η πιο διαδεδομένη αναφέρεται στον γνωστό θρύλο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη που ζούσαν στην Προύσα.
Ο Χατζηαβάτης ήταν εργολάβος οικοδομών και είχε αναλάβει να χτίσει το σαράϊ του πασά της Προύσας.
Πήρε στο γιαπί εργάτες και αρχιμάστορα έβαλε τον Καραγκιόζη που ήταν μαραγκός, μα είχε μυαλό πρωτομάστορα. Ο πασάς είδε ότι το σαράϊ αργούσε να τελειώσει κι εφοβέρισε τον Χατζηαβάτη πως θα τον θανατώσει. Ο Χατζηαβάτης φοβήθηκε και φανέρωσε στον πασά ότι φταίχτης ήταν ο Καραγκιόζης που έλεγε αστεία στους μαστόρους και γελούσαν. Ο πασάς φοβέρισε και τον Καραγκιόζη αλλά εκείνος εξακολούθησε να αστειεύεται.
Ετσι ο πασάς τον θανάτωσε.Ολοι αγανάχτησαν με τον άδικο σκοτωμό του Καραγκιόζη κι ο πασάς για να ημερέψει τον λαό έχτισε ένα ωραίο μνημείο στην Προύσα κι έθαψε εκεί τον Καραγκιόζη με μεγάλες τιμές. Η αδικία όμως αυτή κόστισε πολύ στον πασά κι αρρώστησε βαριά. Οι άλλοι αγάδες για να διασκεδάσουν τον πασά έφεραν τον Χατζηαβάτη στο σαράϊ να του λέει τα χωρατά του Καραγκιόζη.
Μια μέρα ο Χατζηαβάτης έκοψε έναν χάρτινο Καραγκιόζη, τέντωσε ένα πανί που το φώτισε κι έδωσε παράσταση Καραγκιόζη. Ο πασάς ευχαριστήθηκε τόσο που του έδωσε άδεια να παίζει παραστάσεις όπου θέλει. Λέγεται, λοιπόν, πως έτσι δημιουργήθηκε ο Καραγκιόζης.
Το τούρκικο θέατρο σκιών γίνεται γνωστό και στους Έλληνες, καθώς για αιώνες παιζόταν σε αυλές ηγεμόνων και στην περιοχή των Βαλκανίων που άνηκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο Άγγλος περιηγητής Hobhouse μνημονεύει παράσταση του Καραγκιόζη στα Γιάννενα το 1809, ενώ ακόμη υπάρχουν δημοσιεύματα και σε εφημερίδα της Αθήνας (1852). Ο Καραγκιόζης ριζώνει, λιοπόν, σταδιακά στο ελληνικό Θέατρο Σκιών και εξελληνίζεται. Χάνει το βωμολοχικό του χαρακτήρα, δημιουργεί νέους τύπους εμπνευσμένους από την ελληνική κοινωνία και παράδοση όπως ο Μπαρμπαγιώργος, ο Μορφωνιός, ο Σταύρακας κ.ά.
ΦΙΓΟΥΡΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΣΚΙΩΝ
Καραγκιόζης: Είναι αγαθός, σκληρός καμμιά φορά στ'αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση ν'ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος.
Καραγκιόζης: Είναι αγαθός, σκληρός καμμιά φορά στ'αστεία του, αλλά καλόκαρδος στο βάθος. Γεμάτος τεμπελιά και αισιοδοξία, αλλά και γεμάτος διάθεση ν'ανακατεύεται σε όλα. Τον ενδιαφέρει κάθε τι που γίνεται γύρω του, όλους τους πειράζει και τους κοροϊδεύει και προ πάντων τον ίδιο τον εαυτό του. Το χέρι του είναι εξαιρετικά ευκίνητο και υπερβολικά μακρύ, για σκηνικούς λόγους, για να μπορεί να ξύνει την πλάτη του και το κεφάλι του ή για να χειρονομεί. Επίσης έχει συμβολική σημασία γιατί εκπροσωπεί το έξυπνο πνεύμα του. Καρπαζώνει προθυμότατα, δέρνει αλλά και δέρνεται. Είναι ευφυολόγος, ετοιμόλογος και αστείος, ποτέ όμως γελοίος.
Αγλαΐα : H γυναίκα του Καραγκιόζη. Εκπροσωπεί τον χαρακτήρα της φτωχής Ελληνίδας νοικοκυράς που προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένειά της δουλεύοντας σε ευκατάστατες οικογένειες.
Μπαρμπα - Γιώργος: Εκπροσωπεί τον βουνίσιο έλληνα, τον γνήσιο ρουμελιώτη που ο χαρακτήρας του παρέμεινε αδιάφθορος μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Είναι τύπος αγαθός, ηθικός και δυνατός. Καμαρώνει που είναι θείος του Καραγκιόζη και γι'αυτό του προσφέρει στοργικά την προστασία του.
Χατζηαβάτης: Ο τύπος του ραγιά που ζει ακόμα με την ανάμνηση της τουρκοκρατίας. Παμπόνηρος, ανήσυχος για όλα, αδύνατος, δειλός, κόλακας και γαλίφος, κυρίως απέναντι στους ισχυρούς. Προσποιείται τον μισοκακόμοιρο ενώ ο νους του δουλεύει και ειδικά στις βρωμοδουλειές. Από την άλλη πλευρά, εκπροσωπεί τον τύπο του βιοπαλαιστή αστού. Το επάγγελμά του είναι τελάλης, μεσίτης και ταχυδρόμος που εκτελεί παραγγελίες του μπέη και του πασά. Ωστόσο είναι ευγενικός, αξιοπρεπής και αξιόπιστος. Οικογενειάρχης, αν και δεν παρουσιάζεται αυτό ποτέ στη σκηνή, είναι πιο μορφωμένος κοινωνικά από τον Καραγκιόζη και γνωρίζοντας καλύτερα τον κόσμο προσπαθεί πάντα να διορθώνει τον φίλο του ή να τον δασκαλεύει
Μορφονιός: Ονομάζεται Ζαχαρίας, είναι νάνος με πελώριο κεφάλι και μακριά μύτη γι'αυτό μιλάει και μ'αυτή. Είναι καλοαναθρεμμένος και πολύ λιγόψυχος, έτσι, όταν τον φοβερίζει ο Καραγκιόζης λιποθυμάει.
Πασάς: Είναι ο εκπρόσωπος της τούρκικης εξουσίας και την επισημότητά του την εκδηλώνει με το σοβαρό, αυστηρό ύφος του και με τον στόμφο της ομιλίας του. Είναι επιβλητικός, με πλούσιο ντύσιμο και δεν τραγουδάει ποτέ όπως τα άλλα πρόσωπα του θιάσου επειδή θεωρείται αξιοσέβαστος.
Βεζυροπούλα: Είναι η κόρη του Πασά. Καλομαθημένη, και δείχνει να σέβεται τον πατέρα της, ωστόσο, καταφέρνει πάντα να πετυχαίνει αυτό που επιδιώκει
Διονύσιος: Σατυρίζει τον τύπο του ξεπεσμένου αριστοκράτη από την Ζάκυνθο ή απλά του φαντασιόπληκτου ζακυνθινού που πιστεύει πως κατάγεται από αρχοντική και πλούσια οικογένεια. Είναι όμως αξιοπρεπής, πολιτισμένος, αγαθός, ομιλητικός και εξαιρετικά γρήγορος στην ομιλία του όπως και οι συντοπίτες του. Ειναι καλοντυμένος, φορά ψηλό καπέλο και παρασύρεται εύκολα .
Εβραίος: Το όνομά του είναι Σολομών ή Σολωμός, όπως τον αποκαλεί ο Καραγκιόζης. Είναι χαρακτήρας εμπόρου της πόλης και συγκεκριμένα της Θεσσαλονίκης, αρκετά πλούσιος, πολύ τσιγγούνης, πονηρός και δειλός. Σαν φιγούρα είναι πολύ ευχάριστη γιατί είναι δεμένος σε δυο μεριές και όταν χορεύει κουνιέται η μέση και το κεφάλι του σαν να είναι "ξεβιδωμένος", με αποτέλεσμα να γελάνε οι θεατές.
Σταύρακας: Ντυμένος κουτσαβάκικα, ο Σταύρακας, έχει θεωρία παλληκαρά αλλά συνέχεια τρώει ξύλο. Είναι ψεύτης, καυχησιάρης και ονομάζεται Σταυράκης Τζίμης από τον Περαία.
Βεληγκέκας: Αντιπροσωπεύει την εκτελεστική εξουσία της δημόσιας τάξης. Είναι τουρκαλβανός στην καταγωγή, κουτός, απολίτιστος, λιγόλογος και μιλά άσχημα τα ελληνικά με ανάμικτες αρβανίτικες και τούρκικες εκφράσεις.
1.12.2009
Ο ΠΙΠΙΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, μια γιαγιά είχε έναν γιο που τον έλεγαν Γιάννη. Ο Γιάννης ήταν μεγάλος τεμπέλης και αγαπούσε πολύ τη ζέστη. Πάντα καθόταν δίπλα στο τζάκι,τραβούσε την πιπιλιά (στάχτη) στην άκρη και σκέπαζε τα πόδια του να ζεσταθούν. Γι' αυτό οι συγχωριανοί του τον ονόμασαν Πιπιλογιάννη.
Η μάνα του τον παρακαλούσε να πάει να δουλέψει αλλά ο Γιάννης πώς να αφήσει τη ζεστασιά της πιπιλιάς.
Κάποτε, αποφάσισε να πάρει το γαϊδουράκι και να πάει να ψάξει για δουλειά. Επειδή όμως δεν μπορούσε να αποχωριστεί τη πιπιλιά, σκέφτηκε να δέσει στις δύο πλευρές του γαϊδουριού δύο τενεκέδες με πιπιλιά να βάλει τα πόδια του. Η μητέρα του, χαρούμενη για την απόφαση του Γιάννη να πάει να δουλέψει, έβαλε μέσα στον τρουβά του (τορβά) φρέσκο ψωμί και τυρί να έχει για το δρόμο και του έδωσε την ευχή της.
Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε ένα δράκο.
- Πού πηγαίνεις, παλικάρι; τον ρώτησε ο δράκος.
- Πηγαίνω να βρω δουλειά. Εσύ ποιος είσαι; αποκρίθηκε ο Πιπιλογιάννης.
- Εγώ είμαι δράκος.
- Κι εγώ είμαι δράκος, είπε ο Πιπιλογιάννης.
Ο δράκος νομίζοντας ότι τον κοροϊδεύει, πήρε μια άσπρη πέτρα και είπε:
- Τη βλέπεις αυτή την πέτρα; Θα τη σφίξω με το χέρι μου και θα βγάλει νερό.
Πραγματικά, σφίγγει την πέτρα με πολύ δύναμη και έσταξαν μερικές σταγόνες νερού. Τότε γυρίζει στον Πιπιλογιάννη και του λέει:
- Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό;
- Και βέβαια μπορώ. Δώσε μου εκείνη την πέτρα και θα δεις, απάντησε ο Πιπιλογιάννης.
Μέχρι να σκύψει ο δράκος να πάρει την πέτρα, ο Πιπιλογιάννης έβγαλε κρυφά από τον τρουβά λίγο τυρί. Του δίνει ο δράκος την πέτρα και ο Πιπιλογιάννης την έσφιξε μαζί με το τυρί και αμέσως έτρεξαν μερικές σταγόνες τζίρου.Δεν έφτανε όμως αυτό για να πειστεί ο δράκος και λέει στον Γιάννη:
- Θα χτυπήσω τα πόδια μου στο έδαφος και θα σηκωθεί ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.Χτυπάει τα πόδια του κάτω και πραγματικά ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης τους τύλιξε.
- Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό; ρώτησε τον Πιπιλογιάννη.
- Και βέβαια μπορώ , αλλά πρώτα κλείσε τα μάτια σου γιατί θα τυφλωθείς από τη σκόνη, απάντησε ο Γιάννης.
Κλείνει τα μάτια του ο δράκος και ο Γιάννης χτυπάει τα πόδια του με δύναμη στην πιπιλιά. Αμέσως ένα μεγάλο σύννεφο στάχτης σηκώθηκε και μπήκε στα μάτια του δράκου που βιάστηκε να τα ανοίξει.
Βλέποντας αυτό ο δράκος, πείστηκε πως κι ο Πιπιλογιάννης ήταν δράκος και τον κάλεσε στο σπίτι του όπου ζούσε με τα αδέρφια του.Μόλις έφτασαν στο σπίτι, ο δράκος διηγήθηκε στα αδέρφια του τι έγινε. Τα αδέρφια του όμως ήταν ακόμη διστακτικά. Για να πειστούν , κάλεσαν το Γιάννη να παλέψουν. Ο Γιάννης μη μπορώντας να κάνει αλλιώς δέχτηκε.
Τον πιάνει ένας δράκος από το λαιμό και γούρλωσαν τα μάτια του.
Τον είδε ο δράκος έτσι και τον ρώτησε:
- Γιατί κοιτάζεις μια δεξιά, μια αριστερά;
- Κοιτάζω σε ποια βουνοκορφή να σε πετάξω, απάντησε ο Γιάννης.
Ο δράκος φοβήθηκε και τραβήχτηκε αμέσως πίσω παρακαλώντας το Γιάννη να τον λυπηθεί.Επειδή όμως νύχτωσε ξάπλωσαν να κοιμηθούν.
Ο Πιπιλογιάννης, πονηρός καθώς ήταν, σκέφτηκε πως το βράδυ οι δράκοι θα επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν. Γι΄ αυτό πάνω στο κρεβάτι του έβαλε ένα ξύλο, το σκέπασε καλά με την κουβέρτα να μη φαίνεται, κι αυτός ξάπλωσε από κάτω.
Πράγματι, μετά από λίγο μπήκαν στο δωμάτιο οι δράκοι και άρχισαν να χτυπούν με τσεκούρια το ξύλο, πιστεύοντας πως είναι αυτός. Ο Γιάννης κάτω από το κρεβάτι άρχισε να βογκάει. Μόλις σταμάτησαν τα βογκητά, οι δράκοι πίστεψαν πως πέθανε και έφυγαν.Τότε ο Γιάννης βγήκε από το κρεβάτι, πέταξε το ξύλο και ξάπλωσε να κοιμηθεί.Το πρωί οι δράκοι πήγαν στο δωμάτιο να δουν τι έγινε και βρήκαν το Γιάννη με ανοιχτά τα μάτια. Μη ξέροντας τι να κάνουν τον ρώτησαν πως κοιμήθηκε και αυτός τους απάντησε ότι δεν κοιμήθηκε καλά γιατί τον τσιμπούσαν οι ψύλλοι.
Οι δράκοι φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο και του είπαν:
- Τι θέλεις να σου δώσουμε για να μη μας πειράξεις;
- Θέλω ένα άλογο φορτωμένο με λίρες, ένα άλογο για μένα και ένας από εσάς να έρθει μαζί μου να με βοηθήσει να κατεβάσω τις λίρες, απάντησε ο Γιάννης.
Αφού ετοιμάστηκαν τα άλογα, ξεκίνησαν για το χωριό. Μόλις έφτασαν, ξεφόρτωσαν τα άλογα και ο δράκος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στην άκρη του δρόμου έμενε ο παπάς ο οποίος τους είδε και ρώτησε το δράκο:
- Τι έφερες με τα άλογα στο σπίτι του Γιάννη;
- Του έφερα λίρες, απάντησε ο δράκος και του διηγήθηκε την ιστορία.Τότε ο παπάς γέλασε και του εξήγησε ότι ο Γιάννης είναι ο πιο μεγάλος τεμπέλης του χωριού και ότι τους ξεγέλασε. Έπεισε μάλιστα το δράκο να πάνε μαζί στο σπίτι του Πιπιλογιάννη να πάρουν πίσω τις λίρες. Ο Πιπιλογιάννης τους είδε από το παράθυρο, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι, βγήκε έξω και έκανε πως το ακόνιζε. Μόλις πλησίασαν φώναξε:
- Καλά κάνεις και τον φέρνεις πίσω , παπά, να ησυχάσω μια για πάντα απ΄ αυτόν!
Μόλις άκουσε ο δράκος το Γιάννη τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια παρασέρνοντας μαζί του και τον παπά.
Από τότε ο Πιπιλογιάννης με τη μητέρα του έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
Η μάνα του τον παρακαλούσε να πάει να δουλέψει αλλά ο Γιάννης πώς να αφήσει τη ζεστασιά της πιπιλιάς.
Κάποτε, αποφάσισε να πάρει το γαϊδουράκι και να πάει να ψάξει για δουλειά. Επειδή όμως δεν μπορούσε να αποχωριστεί τη πιπιλιά, σκέφτηκε να δέσει στις δύο πλευρές του γαϊδουριού δύο τενεκέδες με πιπιλιά να βάλει τα πόδια του. Η μητέρα του, χαρούμενη για την απόφαση του Γιάννη να πάει να δουλέψει, έβαλε μέσα στον τρουβά του (τορβά) φρέσκο ψωμί και τυρί να έχει για το δρόμο και του έδωσε την ευχή της.
Στο δρόμο που πήγαινε, συνάντησε ένα δράκο.
- Πού πηγαίνεις, παλικάρι; τον ρώτησε ο δράκος.
- Πηγαίνω να βρω δουλειά. Εσύ ποιος είσαι; αποκρίθηκε ο Πιπιλογιάννης.
- Εγώ είμαι δράκος.
- Κι εγώ είμαι δράκος, είπε ο Πιπιλογιάννης.
Ο δράκος νομίζοντας ότι τον κοροϊδεύει, πήρε μια άσπρη πέτρα και είπε:
- Τη βλέπεις αυτή την πέτρα; Θα τη σφίξω με το χέρι μου και θα βγάλει νερό.
Πραγματικά, σφίγγει την πέτρα με πολύ δύναμη και έσταξαν μερικές σταγόνες νερού. Τότε γυρίζει στον Πιπιλογιάννη και του λέει:
- Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό;
- Και βέβαια μπορώ. Δώσε μου εκείνη την πέτρα και θα δεις, απάντησε ο Πιπιλογιάννης.
Μέχρι να σκύψει ο δράκος να πάρει την πέτρα, ο Πιπιλογιάννης έβγαλε κρυφά από τον τρουβά λίγο τυρί. Του δίνει ο δράκος την πέτρα και ο Πιπιλογιάννης την έσφιξε μαζί με το τυρί και αμέσως έτρεξαν μερικές σταγόνες τζίρου.Δεν έφτανε όμως αυτό για να πειστεί ο δράκος και λέει στον Γιάννη:
- Θα χτυπήσω τα πόδια μου στο έδαφος και θα σηκωθεί ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης.Χτυπάει τα πόδια του κάτω και πραγματικά ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης τους τύλιξε.
- Εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό; ρώτησε τον Πιπιλογιάννη.
- Και βέβαια μπορώ , αλλά πρώτα κλείσε τα μάτια σου γιατί θα τυφλωθείς από τη σκόνη, απάντησε ο Γιάννης.
Κλείνει τα μάτια του ο δράκος και ο Γιάννης χτυπάει τα πόδια του με δύναμη στην πιπιλιά. Αμέσως ένα μεγάλο σύννεφο στάχτης σηκώθηκε και μπήκε στα μάτια του δράκου που βιάστηκε να τα ανοίξει.
Βλέποντας αυτό ο δράκος, πείστηκε πως κι ο Πιπιλογιάννης ήταν δράκος και τον κάλεσε στο σπίτι του όπου ζούσε με τα αδέρφια του.Μόλις έφτασαν στο σπίτι, ο δράκος διηγήθηκε στα αδέρφια του τι έγινε. Τα αδέρφια του όμως ήταν ακόμη διστακτικά. Για να πειστούν , κάλεσαν το Γιάννη να παλέψουν. Ο Γιάννης μη μπορώντας να κάνει αλλιώς δέχτηκε.
Τον πιάνει ένας δράκος από το λαιμό και γούρλωσαν τα μάτια του.
Τον είδε ο δράκος έτσι και τον ρώτησε:
- Γιατί κοιτάζεις μια δεξιά, μια αριστερά;
- Κοιτάζω σε ποια βουνοκορφή να σε πετάξω, απάντησε ο Γιάννης.
Ο δράκος φοβήθηκε και τραβήχτηκε αμέσως πίσω παρακαλώντας το Γιάννη να τον λυπηθεί.Επειδή όμως νύχτωσε ξάπλωσαν να κοιμηθούν.
Ο Πιπιλογιάννης, πονηρός καθώς ήταν, σκέφτηκε πως το βράδυ οι δράκοι θα επιχειρούσαν να τον σκοτώσουν. Γι΄ αυτό πάνω στο κρεβάτι του έβαλε ένα ξύλο, το σκέπασε καλά με την κουβέρτα να μη φαίνεται, κι αυτός ξάπλωσε από κάτω.
Πράγματι, μετά από λίγο μπήκαν στο δωμάτιο οι δράκοι και άρχισαν να χτυπούν με τσεκούρια το ξύλο, πιστεύοντας πως είναι αυτός. Ο Γιάννης κάτω από το κρεβάτι άρχισε να βογκάει. Μόλις σταμάτησαν τα βογκητά, οι δράκοι πίστεψαν πως πέθανε και έφυγαν.Τότε ο Γιάννης βγήκε από το κρεβάτι, πέταξε το ξύλο και ξάπλωσε να κοιμηθεί.Το πρωί οι δράκοι πήγαν στο δωμάτιο να δουν τι έγινε και βρήκαν το Γιάννη με ανοιχτά τα μάτια. Μη ξέροντας τι να κάνουν τον ρώτησαν πως κοιμήθηκε και αυτός τους απάντησε ότι δεν κοιμήθηκε καλά γιατί τον τσιμπούσαν οι ψύλλοι.
Οι δράκοι φοβήθηκαν ακόμη περισσότερο και του είπαν:
- Τι θέλεις να σου δώσουμε για να μη μας πειράξεις;
- Θέλω ένα άλογο φορτωμένο με λίρες, ένα άλογο για μένα και ένας από εσάς να έρθει μαζί μου να με βοηθήσει να κατεβάσω τις λίρες, απάντησε ο Γιάννης.
Αφού ετοιμάστηκαν τα άλογα, ξεκίνησαν για το χωριό. Μόλις έφτασαν, ξεφόρτωσαν τα άλογα και ο δράκος πήρε το δρόμο της επιστροφής. Στην άκρη του δρόμου έμενε ο παπάς ο οποίος τους είδε και ρώτησε το δράκο:
- Τι έφερες με τα άλογα στο σπίτι του Γιάννη;
- Του έφερα λίρες, απάντησε ο δράκος και του διηγήθηκε την ιστορία.Τότε ο παπάς γέλασε και του εξήγησε ότι ο Γιάννης είναι ο πιο μεγάλος τεμπέλης του χωριού και ότι τους ξεγέλασε. Έπεισε μάλιστα το δράκο να πάνε μαζί στο σπίτι του Πιπιλογιάννη να πάρουν πίσω τις λίρες. Ο Πιπιλογιάννης τους είδε από το παράθυρο, παίρνει ένα μεγάλο μαχαίρι, βγήκε έξω και έκανε πως το ακόνιζε. Μόλις πλησίασαν φώναξε:
- Καλά κάνεις και τον φέρνεις πίσω , παπά, να ησυχάσω μια για πάντα απ΄ αυτόν!
Μόλις άκουσε ο δράκος το Γιάννη τρόμαξε και το έβαλε στα πόδια παρασέρνοντας μαζί του και τον παπά.
Από τότε ο Πιπιλογιάννης με τη μητέρα του έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
1.11.2009
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΠΟΝΤΙΚΟΥΛΑΣ (παραδοσιακό παραμύθι)
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια οικογένεια ποντικών.
Ο μπαμπάς ο πόντικας, η μαμά η ποντικίνα και η μοναχοκόρη τους η ποντικούλα.
Τέτοια όμορφη ποντικούλα δεν υπήρχε πουθενά!
Ο πόντικας και η ποντικίνα μεγάλωσαν την κόρη τους όσο καλύτερα μπορούσαν και όταν μεγάλωσε για τα καλά, αποφάσισαν να την παντρέψουν.
Με ποιόν όμως;
Ήθελαν τον καλύτερο!- Ποιος είναι ο καλύτερος;
Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν και τελικά τον βρήκαν!
- Ο ήλιος, είπαν και οι δυο μαζί, και έτριψαν τα μουστάκια τους ευχαριστημένοι.
Ετοιμάστηκαν την άλλη μέρα και ξεκίνησαν να βρουν τον ήλιο.
Περπάτησαν, περπάτησαν και κάποτε έφτασαν στο παλάτι του ήλιου.
Εκείνος τους καλοδέχτηκε και τους ρώτησε για το σκοπό της επίσκεψής τους.
- Να, του είπαν, έχουμε μια πολύ καλή και όμορφη κόρη, την ποντικούλα μας. Είναι καιρός να την παντρέψουμε και σκεφτήκαμε εσένα για γαμπρό, γιατί είσαι ο καλύτερος.
Ο ήλιος χαμογέλασε και είπε:- Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε, αλλά δεν είμαι εγώ ο καλύτερος.
- Μα πώς; ρώτησαν γεμάτοι απορία ο πόντικας και η ποντικίνα. Αφού είσαι πιο ψηλά απ΄ όλους, βλέπεις όλον τον κόσμο, δίνεις ζωή σε όλα τα ζώα και τα φυτά της γης, όλοι σε αγαπούν και σε θαυμάζουν. Κανένας δεν μπορεί να σε νικήσει.
- Και όμως κάνετε λάθος. Με νικάει το σύννεφο. Όταν μπαίνει μπροστά μου, τίποτα δεν μπορώ να κάνω.Δίκιο έχει, σκέφτηκαν οι ποντικοί.
Χαιρέτησαν και έφυγαν.
Την άλλη μέρα πήγαν και βρήκαν το σύννεφο, που ήταν γκρίζο και τεράστιο.
Το σύννεφο τους καλωσόρισε και οι ποντικοί του είπαν το σκοπό της επίσκεψής τους.
- Ο ήλιος μας είπε πως εσύ είσαι δυνατότερος από εκείνον και γι αυτό ήρθαμε σε σένα, αφού θέλουμε να παντρέψουμε την κόρη μας την ποντικούλα με τον καλύτερο και τον δυνατότερο.
Το σύννεφο κουνήθηκε, άλλαξε σχήμα, έγινε πιο γκρίζο και είπε:
- Μεγάλη η τιμή που μου κάνετε να παντρευτώ τη μοναχοκόρη σας, μα αφού θέλετε τον καλύτερο και τον δυνατότερο να ξέρετε ότι δεν είμαι εγώ αυτός.- Και ποιος είναι; ρώτησαν με απορία οι ποντικοί.
- Είναι ο αέρας, απάντησε το σύννεφο. Όταν φυσάει με πηγαίνει όπου θέλει. Όσο κι αν αντισταθώ δεν καταφέρνω να τον νικήσω.
- Δίκιο έχεις, είπαν οι ποντικοί και έφυγαν.Σε λίγες μέρες ετοιμάστηκαν και ξεκίνησαν για ένα μακρινό ταξίδι, πέρα μακριά, στη χώρα του αέρα.
Κάποτε έφτασαν. Βρήκαν τον αέρα και του είπαν πως ήρθαν να του ζητήσουν να παντρευτεί την κόρη τους την ποντικούλα, αφού εκείνος είναι ο δυνατότερος απ΄ όλους.
- Ευχαριστώ για την τιμή που μου κάνετε και ευχαρίστως θα παντρευόμουν την κόρη σας, αλλά, δυστυχώς, δεν είμαι ο δυνατότερος από όλους.
- Δεν είσαι; και ποιος είναι;
- Ελάτε μαζί μου, είπε ο αέρας και τους οδήγησε σε ένα ψηλό σημείο.
Εκεί σταμάτησε, έδειξε μπροστά με το δάχτυλό του και είπε:
- Δυνατότερος από μένα είναι αυτός εκεί ο ψηλός πύργος.
Χρόνια και χρόνια προσπαθώ να τον γκρεμίσω και δεν τα ΄χω καταφέρει ακόμα. Φυσάω με όλη μου τη δύναμη και δεν κουνιέται ούτε ρούπι από τη θέση του. Αυτός είναι, λοιπόν, καλύτερος και δυνατότερος από μένα και αξίζει να παντρευτεί τη μοναχοκόρη σας.
Οι ποντικοί χαιρέτησαν τον αέρα, τον ευχαρίστησαν και έφυγαν.Περπάτησαν, περπάτησαν και έφτασαν στον ψηλό πύργο.
Στάθηκαν και τον κοίταζαν.
- Πω, πω! Τι μεγάλος και ψηλός είναι! Σαν να ΄χε δίκιο ο αέρας.
Βρήκαν, επιτέλους, το δυνατότερο και τον καλύτερο γαμπρό για την κόρη τους.Χαιρέτησαν τον πύργο και του είπαν γιατί τον επισκέφτηκαν.
Ο πύργος γελώντας απάντησε:
- Νομίζετε, αγαπητοί μου ποντικοί, ότι εγώ είμαι ο δυνατότερος απ΄ όλους; Πόσο λάθος κάνετε! Μάθετε, λοιπόν, πως δυνατότεροι απ΄ όλους είστε εσείς, οι ποντικοί. Ναι, καλά ακούσατε. Εσείς οι ποντικοί, ξανάπε ο πύργος και ο πόντικας και η ποντικίνα έμειναν να τον κοιτάζουν με το στόμα ανοιχτό από την έκπληξη.
- Μα πώς; ρώτησαν.
- Να, είπε ο πύργος. Εγώ μπορεί να είμαι μεγάλος και ψηλός, αλλά εσείς οι ποντικοί χρόνια τώρα σκάβετε και τρώτε τα θεμέλιά μου. Έχετε ανοίξει τόσο πολλές τρύπες που με δυσκολία κρατιέμαι όρθιος. Λίγο ακόμα να σκάψετε και θα γίνω ένας μεγάλος σωρός από πέτρες και χώματα.
Αυτά είπε ο πύργος και οι ποντικοί κοιτάχτηκαν παραξενεμένοι και άφωνοι.
Σε λίγο ευχαρίστησαν τον πύργο και γύρισαν στη φωλιά τους.Εκεί βρήκαν την ποντικούλα να τους περιμένει.
Αγκαλιάστηκαν και αποφάσισαν ότι η αγαπημένη τους μοναχοκόρη έπρεπε να παντρευτεί έναν καλό και δυνατό ποντικό, αφού οι ποντικοί ήταν οι δυνατότεροι, οι καλύτεροι και οι πιο σπουδαίοι από όλους.
Και πραγματικά σε λίγο καιρό η ποντικούλα παντρεύτηκε έναν όμορφο, νεαρό ποντικό, καφετί και μεγάλο, με στρογγυλά χαριτωμένα αυτάκια και με μια μακριά ουρά.Ήταν έξυπνος και αγαπούσε πολύ τη γυναίκα του την ποντικούλα.Όλοι ήταν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι. Γλέντησαν και χόρεψαν στο γάμο.
Σε λίγο καιρό είχαν και δυο παιδάκια, δυο μικρούς ποντικούληδες που πιο όμορφοι πουθενά στον κόσμο δεν υπήρχαν.
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
1.10.2009
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΒΟΣΚΟΥ
Ένας βοσκός βρίσκεται στην άκρη ενός ποταμού έχοντας ένα πρόβατο, σανό και ένα κακό λύκο. Το πρόβατο τρώει το σανό και ο λύκος το πρόβατο, αλλά όταν είναι και ο βοσκός μαζί κάθονται φρόνιμα. Θέλουν να περάσουν ένα ποτάμι με μια βάρκα η οποία χωράει μόνο 2 άτομα. Πώς θα περάσουν χωρίς να έχουμε απώλειες;
ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΠΡΩΤΑ ΤΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΘΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ.
ΜΕΤΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟΝ ΛΥΚΟ ΘΑ ΤΟΝ ΠΑΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ.
ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ ΠΑΕΙ,
ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΘΑ ΤΟ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ.
ΜΕΤΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΝΟ
ΘΑ ΤΟΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ.
ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ!
Το πρόβλημα του βοσκού αποτελεί ένα κλασσικό πρόβλημα λογικής (puzzle). Σε μια όχθη ενός ποταμού υπάρχουν ένας βοσκός, ένας λύκος ένα πρόβατο και ένα δεμάτι σανός. Η διαθέσιμη βάρκα χωρά μόνο δύο αντικείμενα κάθε φορά. Αν υποθέσουμε ότι σε κάθε στιγμή ο λύκος και το πρόβατο, καθώς και το πρόβατο και το δεμάτι δεν μπορούν να είναι μόνα τους σε μία όχθη (χωρίς τον βοσκό), ποια είναι η ακολουθία κινήσεων η οποία πρέπει να γίνει για να περάσουν όλοι απέναντι; Το παραπάνω πρόβλημα είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα σχεδιασμού κινήσεων (Planning). Στα προβλήματα της κατηγορίας αυτής, μια λύση είναι η αναζήτηση στο χώρο των καταστάσεων του κόσμου του προβλήματος. Κάθε τέτοια κατάσταση περιγράφει τον "κόσμο" του προβλήματος την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Οι μεταβάσεις από μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια επόμενη γίνονται μέσω τελεστών.
Αριστoτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ΜΕΤΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟΝ ΛΥΚΟ ΘΑ ΤΟΝ ΠΑΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ.
ΜΟΛΙΣ ΤΟΝ ΠΑΕΙ,
ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΘΑ ΤΟ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ.
ΜΕΤΑ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΝΟ
ΘΑ ΤΟΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ.
ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙ ΠΙΣΩ ΘΑ ΠΑΡΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΒΑΤΟ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ!
Το πρόβλημα του βοσκού αποτελεί ένα κλασσικό πρόβλημα λογικής (puzzle). Σε μια όχθη ενός ποταμού υπάρχουν ένας βοσκός, ένας λύκος ένα πρόβατο και ένα δεμάτι σανός. Η διαθέσιμη βάρκα χωρά μόνο δύο αντικείμενα κάθε φορά. Αν υποθέσουμε ότι σε κάθε στιγμή ο λύκος και το πρόβατο, καθώς και το πρόβατο και το δεμάτι δεν μπορούν να είναι μόνα τους σε μία όχθη (χωρίς τον βοσκό), ποια είναι η ακολουθία κινήσεων η οποία πρέπει να γίνει για να περάσουν όλοι απέναντι; Το παραπάνω πρόβλημα είναι ουσιαστικά ένα πρόβλημα σχεδιασμού κινήσεων (Planning). Στα προβλήματα της κατηγορίας αυτής, μια λύση είναι η αναζήτηση στο χώρο των καταστάσεων του κόσμου του προβλήματος. Κάθε τέτοια κατάσταση περιγράφει τον "κόσμο" του προβλήματος την συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Οι μεταβάσεις από μια συγκεκριμένη κατάσταση σε μια επόμενη γίνονται μέσω τελεστών.
Αριστoτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)